Φωτογραφία: AP
Cristóbal Balenciaga: Ο αινιγματικός Couturier που απογοητεύτηκε από τη μόδα | 0 bovary.gr
Cristóbal Balenciaga: Ο αινιγματικός Couturier που απογοητεύτηκε από τη μόδα | 1 bovary.gr

Cristóbal Balenciaga: Ο αινιγματικός Couturier που απογοητεύτηκε από τη μόδα

Μπορεί να μισούσε τη δημοσιότητα, να επέλεγε «τέρατα» για μοντέλα και να απεχθανόταν όσους πελάτες αγόραζαν πολλά κομμάτια του, ωστόσο ο αινιγματικός Cristοbal Balenciaga, εξακολουθεί, 46 χρόνια μετά το θάνατό του, να απολαμβάνει τον τίτλο του υπέρτατου μόδιστρου.

«Ο βασιλιάς είναι νεκρός». Όταν η Women's Wear Daily αποφάσισε να βάλει αυτόν τον τίτλο, τον Μάρτιο του 1972, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία σε ποιον αναφερόταν.

Υπήρχε μόνο ένας βασιλιάς της μόδας, αυτός που ο Christian Dior αποκαλούσε «ο Δάσκαλος όλων μας», ενώ η Coco Chanel είχε πει ότι μόνος του ήταν «ένας couturier με την αληθινή έννοια της λέξης... οι υπόλοιποι είναι απλώς σχεδιαστές».

Η Vogue το συνόψισε το 1962: «Σχεδόν από την πρώτη μέρα που ξεκίνησε τον οίκο του το 1937, αναγνωρίστηκε ως ο μεγάλος ηγέτης της μόδας. Αυτό που κάνει ο Balenciaga σήμερα, άλλοι σχεδιαστές θα το κάνουν αύριο ή το επόμενο έτος, όταν ο ίδιος θα έχει αρχίσει κάτι διαφορετικό».

Φωτογραφία: AP

Η επίδραση του Cristοbal Balenciaga, στη μόδα ήταν βαθιά. Όμως στον κόσμο ο ίδιος παραμένει ένα αίνιγμα. Δεν έχει συσχετιστεί με ένα signature outfit, όπως η Coco Chanel, ούτε με μια κρίσιμη στιγμή, όπως το New Look του 1947 του Christian Dior, ούτε με κάποιο πολιτιστικό φαινόμενο όπως η Vivienne Westwood και το punk. Τα ρούχα του είχαν πάντα μια νότα απλότητας, με ένα βασιλικό τουίστ. Περίπλοκο ράψιμο, τέλειο φινίρισμα, εντυπωσιακά κεντήματα.

Έπλασε ξανά τη σιλουέτα των γυναικών στα 50s. Τα ρούχα εκείνης της δεκαετίας, ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα της δικής του δουλειάς.

Στη δεκαετία του 1960, τα αριστουργηματικά ρούχα του, ήταν τα επόμενα έργα τέχνης. Θρυλικά κοψίματα, απελευθερωμένα χέρια και δημιουργίες που θυμίζουν γλυπτά πάνω σε ζωντανά σώματα. Πειραματίστηκε με αφηρημένα σχήματα που τον οδήγησαν στις γραμμές τουνίκα, σάκο και μπαλούν που έχουν συνδεθεί με το όνομά του.

Τα βραδινά φορέματά του ήταν συχνά εμπνευσμένα από το φλαμένκο.

Οι μοναδικές «γλυπτές» του φόρμες και η εμμονή του στη λεπτομέρεια ανύψωσαν την υψηλή ραπτική στον χώρο της τέχνης, και οι μαύρες και οι καφέ αποχρώσεις του θυμίζουν έργα του Γκόγια ή του Βελάσκεθ.

The Richard Avedon Foundation

Για το μυστήριο που τον περιβάλλει ακόμη και σήμερα, ευθύνεται ο ίδιος ο Balenciaga. Σε αντίθεση με τον Dior, ή τη Chanel, απέφευγε τη δημοσιότητα και έδωσε μόνο μία συνέντευξη στη ζωή του. Ήταν τόσο ακριβοθώρητος που κάποιοι δημοσιογράφοι της εποχής, υπέθεταν ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα. Μια σιωπή υπήρχε πάντα, τόσο γύρω του, όσο και στην μοναστική ατμόσφαιρα του οίκου του.

Η Prudence Glynn, fashion editor των The Times, στην οποία έδωσε τη μοναδική του συνέντευξη το 1971, ανέφερε ότι η δυσαρέσκειά του προς τη δημοσιότητα δεν προκλήθηκε από το γεγονός ότι σνόμπαρε τα Media, «αλλά από την απόλυτη αδυναμία που είχε να εξηγήσει τις τεχνικές του σε οποιονδήποτε».

Για πολλούς, ένα σόου του Balenciaga ήταν ό,τι πιο κοντινό σε μια θρησκευτική εμπειρία. Όπως έλεγε η αρχισυντάκτρια της Vogue Diana Vreeland, «Θυμάμαι σε μια επίδειξη στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ... Η Audrey Hepburn γύρισε και με ρώτησε γιατί δεν είμαι με ανοιχτό το στόμα με αυτά που έβλεπα. Της είπα ότι προσπαθώ να παραμείνω ήρεμη γιατί ήμουν δημοσιογράφος».

Φωτογραφία: AP

Δεν υπήρχε ποτέ η φασαρία που γινόταν στα σόου του Dior. Στη Balenciaga η σιωπή ήταν επιβεβλημένη. Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα ήταν τα μοντέλα. Ο couturier επέλεγε μεσήλικες γυναίκες (όπως ήταν και οι πελάτισσές του) και ποτέ όμορφες. Στα μοντέλα αυτά δόθηκε ο τίτλος «τέρατα». Ο Balenciaga δεν ήθελε τα μοντέλα να μοιάζουν με σέξι γατούλες. Μπορείτε να φανταστείτε την Garbo με Balenciaga (ήταν πελάτισσα), αλλά όχι τη Bardot. Το μεγαλύτερο «τέρας» όλων ήταν η Colette. «Με το περπάτημα του Δράκουλα, το χαμηλωμένο κεφάλι, και τα χέρια να στροβιλίζονται» αναφέρουν τα Μέσα της εποχής.

Ήταν ο μοναδικός σχεδιαστής που θεωρούσε ότι τα μοντέλα έπρεπε να είναι καθημερινές γυναίκες. Απογοητευμένοι οι συντάκτες έδειχναν τα φορέματά του από το πίσω μέρος ή απλά έκοβαν τα κεφάλια των μοντέλων στο επάνω μέρος της σελίδας.

Φωτογραφία: AP

Ο Balenciaga εκτιμούσε πολύ τις γυναίκες που ήξεραν τι τους ταιριάζει. Απέρριπτε τις πελάτισσες που ήθελαν να παραγγείλουν τα πάντα, αν και η κληρονόμος Barbara Hutton παρήγγειλε 19 φορέματα, έξι κοστούμια, τρία παλτά και ένα νεγκλιζέ από μια συλλογή και ο ίδιος δεν της έδειξε την πόρτα. Το 1963 η κοντέσα von Bismarck ξεπέρασε την Hutton όταν αγόρασε 88 κομμάτια, και συνολικά άλλα 140 τα επόμενα δύο χρόνια. Ένα outfit χρειαζόταν τουλάχιστον τρεις δοκιμές πριν αγοραστεί, οπότε, οι πελάτισσες, εκτός από χρήματα επένδυαν και χρόνο.

Για να αγοράσει ένα κομμάτι από τις συλλογές του, κάποια γυναίκα χρειαζόταν το μηνιαίο εισόδημα μιας καλοπληρωμένης δουλειάς.

Πελάτισσές του υπήρξαν οι Mona Harrison-Williams, που ψηφίστηκε ως η «πιο καλοντυμένη γυναίκα στον κόσμο» την πρώτη φορά που απονεμήθηκε ο τίτλος τη δεκαετία του 1930, η Δούκισσα του Windsor, η Grace Kelly, η Jackie Kennedy η Helena Rubinstein και αστέρες του κινηματογράφου όπως οι Ava Gardner, Ingrid Bergman, Marlene Dietrich και Lauren Bacall.

Φωτογραφία: AP

Δίδαξε στα μοντέλα του να μην έρχονται ποτέ σε επαφή με τα μάτια, με τους πελάτες, και να μην χαμογελούν. Την προσοχή έπρεπε να τραβούν μόνο τα ρούχα. Οι μόνοι ήχοι ήταν το σύρσιμο των φορεμάτων και το πάτημα των ποδιών στο γκρίζο χαλί. Ο Balenciaga δεν ονόμασε ποτέ τα ρούχα ή τις συλλογές του. Τα μοντέλα κρατούσαν έναν αριθμό και οι πελάτισσες σημείωναν αυτό που τους άρεσε σε ένα μικρό σημειωματάριο που δινόταν για το σκοπό αυτό.

Πίστευε ότι τα ρούχα δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την κίνηση μιας γυναίκας. Αφαιρούσε, έκοβε, έδινε την τέλεια φόρμα. Επέτρεπε έτσι στις γυναίκες να αναδείξουν τον λαιμό, τα πόδια, τα χέρια, αλλά και τα κοσμήματά τους.

Δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι οι grandes dames της υψηλής ραπτικής κυριολεκτικά θρηνούσαν το κλείσιμο του καταστήματος. Ο Balenciaga είχε κλείσει τις πόρτες ένα απόγευμα του 1968, απογοητευμένος από τον δρόμο που είχε πάρει η μόδα και δεν θα τις άνοιγε ποτέ ξανά.

Πέθανε στην Ισπανία στις 24 Μαρτίου 1972.